- αερσίφρων
- ἀερσίφρων (-ονος), -ον (Α)αυτός που εμψυχώνει, που τονώνει το ηθικό κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι- (< ἀείρω Ι) + -φρων < φρήν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀερσίφρων — uplifting masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀερσίφρονα — ἀερσίφρων uplifting masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek